πρυμνός — hindmost masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνότατον — πρυμνός hindmost masc acc superl sg (epic) πρυμνός hindmost neut nom/voc/acc superl sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῆς — πρυμνός hindmost fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῇ — πρυμνός hindmost fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῇσι — πρυμνός hindmost fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῇσιν — πρυμνός hindmost fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνή — πρυμνός hindmost fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνήν — πρυμνός hindmost fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλόπρυμνος — καλόπρυμνος, ον (Α) (σχόλ.) (για πλοίο) αυτός που έχει καλή, ωραία πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. καμπυλό πρυμνος, ορθό πρυμνος] … Dictionary of Greek
καμπυλόπρυμνος — η, ο (Α καμπυλόπρυμνος, ον) αυτός που έχει καμπύλη πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ευρύ πρυμνος, ορθό πρυμνος] … Dictionary of Greek